προστυχαίνω

προστυχαίνω
προστυχαίνω και προστυχεύω προστύχεψα
1. μτβ., κάνω κάτι πρόστυχο, χαλνώ την ποιότητά του: Άρχισαν να τα προστυχαίνουν τα εντομοκτόνα.
2. αμτβ., γίνομαι πρόστυχος, χειρότερος σε ποιότητα: Προστύχεψε ο κόσμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστυχαίνω — Ν βλ. προστυχεύω …   Dictionary of Greek

  • προστυχεύω — και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος] 1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του») 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος β) (για ποιότητα) χειροτερεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”